αντιστυλώνω

αντιστυλώνω
1. στηρίζω από το αντίθετο μέρος, αντιστηρίζω
2. υποβαστάζω με αντιστύλι το φορτίο υποζυγίου
3. (-ομαι) ανορθώνομαι για να αντισταθώ, παίρνω δυνάμεις, εμψυχώνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”